1/7/07

Οι μέρες κυλούν αργά

Η εβδομάδα που πέρασε δεν ήταν κι από τις καλύτερες. Εμεινα αρκετές ώρες στο σπίτι, χωρίς διάθεση να βγω έξω ή να κάνω κάτι. Η συνέντευξη που είχα τη Δευτέρα πήγε πολύ καλά κι έτσι οι recruiters αποφάσισαν να με προτείνουν στον πελάτη τους, την Commonwealth Bank of Australia. Θα ακολουθούσε και δεύτερη συνέντευξη, τουλάχιστον έτσι κατάλαβα, τηλεφωνικώς αυτή τη φορά. Χτύπησε το τηλέφωνο, όπως ήταν αναμενόμενο, απάντησα με ένα ευγενικό κι ευχάριστο "hello" για να καταλήξω με ένα κοφτό κι ειρωνικό "goodbye". Οι ερωτήσεις έπεφταν η μία μετά την άλλη, αλλά αυτό ήταν φυσιολογικό. Ηταν η υπεροψία και το ύφος του "ανακριτή" μου που μου χάλασε τη διάθεση, όμως δεν θα του επέτρεπα να μου ρίχνει το φως στα μούτρα για πολύ ώρα ακόμα, το είχα ορκιστεί στον εαυτό μου από την τελευταία φορά που ήμουν εδώ. Του έκοψα τον μονόλογο αναφερόμενη στην εκτίμηση των προηγούμενων εργοδοτών απέναντί μου κι έκλεισα το τηλέφωνο. Ακολούθησαν κι άλλα τηλεφωνήματα από άλλα γραφεία για να μου πουν ότι επρόκειτο να προωθήσουν το βιογραφικό μου σε κάποιες εταιρίες. Μετά από κάθε τηλεφώνημα λάμβανα κι από ένα email: "Elena, it was so great to speak to you...". "Μα τι χαρά είναι αυτή που κάνουν κάθε φορά που μου μιλάνε;", σκέφτηκα. Πήρα λοιπόν κι εγώ το θάρρος να επικοινωνήσω μαζί τους με email και να ρωτήσω αν ο πελάτης τους έιχε απαντήσει κάτι σχετικά με το βιογραφικό μου. Ως εκεί ήταν όμως η χαρά τους. Ούτε φωνή, ούτε ακρόαση. Ετσι κι εγώ το "βούλωσα". Οι επόμενες μέρες κυλούσαν αργά, με εμένα καθισμένη δίπλα στη σόμπα να στέλνω βιογραφικά, κι η διάθεσή μου στο μηδέν. Ευτυχώς ήρθε η Παρασκευή. Τα βράδια της Παρασκευής στο Σύδνεϋ είναι τα αγαπημένα μου. Κατά τις έξι το απόγευμα η πόλη πλημμυρίζει από κόσμο που κατακλύει τα αμέτρητα εστιατόρια και wine bars με τις τεράστιες τζαμαρίες που αφήνουν τον κόσμο να χαζεύει τη θάλασσα και τα φώτα της πόλης από τους ουρανοξύστες, τη γέφυρα και φυσικά την Οπερα.

Το απόγευμα θα έπαιρνα το ferry να πάω στην πόλη. Επρεπε όμως να αλλάξει η διάθεσή μου πρώτα. Ηταν μεσημέρι ακόμα. Εκανα μια βόλτα, κοντά στο σπίτι, πήγα στη θάλασσα.

Αρχισα να παίρνω τα "πάνω" μου. Περπάτησα αρκετά στην παραλία κι έφτασα ως τα μαγαζιά, στο Corso. Μπηκα στο Soul Pattinson, μαγαζί με φαρμακευτικά, προϊόντα περιποίησης μαλλιών και σώματος: "Εδώ είμαστε", είπα. Επρεπε να αγοράσω κάτι. "Κοκκαλάκια, κρέμες, βαφές μάλλιών...ώπα"..Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη, σήκωσα τα μαλλιά μου. Οι άσπρες όσο πάνε και πλυθαίνουν, σκέφτηκα. Πήρα τη βαφή χωρίς δεύτερη σκέψη, creme gloss, της L'Oreal, dark brown...ταιριάζει και με τη διάθεσή μου...Γύρισα σπίτι με τα πόδια. Η διαδρομή είναι πάντα ωραία.

Ηρθα σπίτι, έβαψα τα μαλλιά μου με το αγχος μη με πάρει κανείς τηλέφωνο για συνέντευξη και δεν μπορώ να ξεβγάλω τη βαφή (με το άγχος έμεινα), "τσίμπησα" κάτι, ετοιμάστηκα κι έφυγα. Παρασκευή βράδυ στο Σύδνεϋ! Η διάθεσή μου είχε φτιάξει. Εφτασα στην πόλη στις 18:20. Το σκοτάδι είχε κιόλας πέσει, τα φώτα παντού αναμένα, υπέροχα. Συναντηθήκαμε με τον Stu έξω από τη δουλειά του. Περπατήσαμε αρκετά στην πόλη αν κι είχε κρύο και καταλλήξαμε στο Bambini, ένα μικρό αλλά γουστόζικο wine bar. Η Παρασκευή μπορεί να έφευγε, αλλά ερχόταν το Σαββατοκύριακο. Σάββατο πρωί ξύπνησα στις 9:00 και χωρίς καν να ζοριστώ. Ο ήλιος έμπαινε τόσο επιθετικά στο δωμάτιο, που ήταν αδύνατο να κρατήσεις βλέφαρο κλειστό. Πολλές φορές μπερδεύομαι με τις εποχές εδώ, ξεχνάω αν έχουμε χειμώνα ή καλοκαίρι και για να θυμηθώ, φέρνω στο μυαλό μου την ημερομηνία που έχουμε, προσθέτω κι έξι μήνες, για να προσδιορίσω τον συγκεκριμένο μήνα στο αντίστοιχο ελληνικό εποχολόγιο, για παράδειγμα έχουμε σήμερα 5 Ιουλίου, συν έξι μήνες μας κάνει κάπου στον δικό μας Ιανουάριο, άρα έχουμε βαρύ χειμώνα. Ναι... έβαλα τη φόρμα μου, ένα κοντομάνικο, κι ένα μπουφάν στο χέρι, λόγω της βαρυχειμωνιάς..Θα πηγαίναμε για πρωινό στο Dee Why, περίπου 3 χιλιόμετρα από εδώ που μένουμε. Είπαμε να πάμε με τα πόδια, αρκετά καθόμαστε όλη μέρα. Σε 45 λεπτά ήμασταν εκεί. Καθήσαμε για πρωινό σε ένα παραλιακό μαγαζί με τον ήλιο να μας καίει και τις μυρωδιές από τις παραγγελίες που βγαίνανε να μας σπάνε τη μύτη. Μετά από τόσο περπάτημα, δεν κρατιόμουνα. Επρεπε να περίμένουμε όμως την Chrissy, μια φίλη του Stu που θα μας συναντούσε για πρωινό. Σε 15 λεπτά θα ήταν εδώ μας είπε. Τα 15 λεπτά γίνανε μισή ώρα. Ξανάεστειλε μήνυμα, σε ένα λεπτό θα ήταν μαζί μας. Κάποια στιγμή ήρθε. Αυγά benedict η παραγγελία μου, ούτε που περίμενα να συστηθούμε. Η κουβέντα πήρε αμέσως ροή και η παρέα της κοπέλας αρκετά ευχάριστη. Μια κοπέλα αρκετά προσγειωμένη, που δεν της φαίνονται όλα πανέμορφα και φανταστικά στον κόσμο αυτό, όπως συνηθίζουν να δείχνουν οι περισσότεροι Αυστραλοί. Καθήσαμε περίπου μια ωρίτσα και μετά επιστροφή στο σπίτι με τα πόδια. Επρεπε να χωνέψουμε τα αυγά..Το βράδυ θα πηγαίναμε στη συνάντηση που θα έκανε η Chrissy για το καινούργιο διαμέρισμα που νοίκιασε. Ετσι κι έγινε. Σταματήσαμε σε ένα bottle shop να πάρουμε κρασί και κατά τις 8 ήμασταν σπίτι της, ένα μικρό διαμερισματάκι. Δεν είχε πολύ κόσμο, γύρω στα 10 άτομα, πολύ ζεστή ατμόσφαιρα. Ωραία μουσικούλα, ποτάκια και βασικά είδη τσιμπολογήματος ήταν αρκετά. Στο βάθος η τηλεόραση έπαιζε ράγκμπυ: Αυστραλία εναντίον Ν. Ζηλανδίας, κάτι σαν Ολυμπιακός - Παναθηναϊκός. Αισθάνθηκα καλά που μίλησα και γνώρισα κόσμο, είναι αρκετά μίζερο να έχεις έναν άνθρωπο μόνο στη καθημερινότητά σου. Νομίζω με την Chrissy ταιριάζουμε αρκετά, καθώς και με τη δίδυμη αδελφή της Xanthe. Κανονίσαμε να συναντηθούμε την Κυριακή, μια κι ο Stu θα δούλευε. Ετσι κι έγινε. Κυριακή πρωί ξύπνησα στις 8, γιατί έπρεπε να πάω τον Stu στη δουλειά. Οδήγησα για αρκετή ώρα για να συνειδητοποιήσω ότι πρέπει τελικά να "κάψω" μερικά CDάκια. Οι ραδιοφωνικοί σταθμοί εδώ είναι σκέτη απελπισία, κι οδήγημα χωρίς μουσική είναι φαγητό χωρίς αλάτι. Ηρθα σπίτι, μίλησα με την Xanthe και συναντηθήκαμε να πάμε μια βόλτα μέχρι το Corso. Η μέρα εντελώς καλοκαιρινή, η διάθεση αρκετά ψηλά. Περπατήσαμε στη θάλασσα, σταματήσαμε για banana bread και καφέ, πήγαμε για βόλτα στα μαγαζιά του εμπορικού. Εκανα μια φίλη!